ἀπογεύομαι

ἀπογεύομαι
V 0-0-0-0-5=5 4 Mc 4,26; 5,2.6; 6,15; 10,1
to take a taste of [τινος] 4 Mc 4,26; id. [abs.] 4 Mc 10,1

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • απογεύομαι — (AM ἀπογεύομαι, Α. κ. γεύω) μσν. νεοελλ. τελειώνω το γεύμα μου μσν. παίρνω τροφή αρχ. 1. δοκιμάζω κάτι 2. δίνω σε κάποιον ελάχιστη ποσότητα τροφής, μόλις να δοκιμάσει …   Dictionary of Greek

  • ἀπογεύομαι — ἀπογεύω give pres ind mp 1st sg ἀπογεύω give pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαπογεύομαι — Α δοκιμάζω κάτι με τη γεύση εκ τών προτέρων («τροφῆς προαπογεύονται», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπογεύομαι «δοκιμάζω με τη γεύση»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”